-
1 λερώνω
1. μετ. прям., перен. грязнить, пачкать, марать;λερώνω την τιμή (τό όνομα) — запятнать честь (имя);
2. αμετ. грязниться, пачкаться, мараться -
2 λερώνω
[лэроно] р. пачкать, марать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λερώνω
-
3 λερώνω
[лэроно] ρ пачкать, марать. -
4 λερώνω
1) defile2) smirchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λερώνω
-
5 загрязнить
ρ.σ.μ.1. λερώνω, λασπώνω, κηλιδώνω•загрязнить одежду λερώνω το ένδυμα• загрязнить ‘пол λερώνω το πάτωμα•
загрязнить руки λερώνω τα χέρια.
2. μτφ. ατιμάζω, καταισχύνω, σπιλώνω,λερώνω, -ομαι•отекло -лось το γυαλί (τζάμι) λέρωσε.
-
6 зажелтить
-лчу, -лтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зажелченный, βρ: -чен, -чена, -оρ.σ.μ. λερώνω, βάφω με κίτρινη μπογιά•зажелтить руки λερώνω τα χέρια με κίτρινη μπογιά.
λερώνω, -ομαι με κίτρινο χρώμα. -
7 марать
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•марать репутацию δυσφημώ.
2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.
εκφρ.марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•
марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).
3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι. -
8 пачкать
-
9 сорить
-
10 замарать
замара||тьсов1. λερώνω, λεκιάζω·2. перен разг κηλιδώνω, λερώνω, λεκιάζω. -
11 вывозить
-
12 вымарать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καταλερώνω•вымарать руки в краске λερώνω τα χέρια στη μπογιά•
платье чернилами λερώνω το φόρεμα με μελάνη.
2. διαγραφώ, ξεγράφω, σβήνω.καταλερώνομαι. -
13 вытоптать
-пчу, -пчешь, ρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ•вытоптать посевы καταπατώ τα σπαρτά.
|| ανοίγω δρόμο με πατήματα.2. (απλ.) λερώνω με ακάθαρτα παπούτσια•вытоптать пол λερώνω το πάτωμα με ακάθαρτα παπούτσια.
-
14 замаслить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замасленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. λιγδώνω, λερώνω, λαδώνω, ρυπαίνω•замаслить одежду λερώνω τη φορεσιά.
2. (τεχ.) λαδώνω.3. μτφ. δωροδοκώ, λαδώνω.1. λιγδώνομαι, λαδώνομαι, λερώνομαι..2. γυαλίζω, λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.). -
15 захватать
ρ;σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захватанный, βρ: -тан, -а, -оλερώνω με το συχνό πιάσιμο•захватать грязными пальцами, λερώνω με τα ακάθαρτα δάχτυλα.
-
16 зашлёпать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. λερώνω, λασπώνω.2. αρχίζω να λερώνω, να λασπώνω. -
17 измуслить
ρ.σ.μ.(απλ.) λερώνω, μουτζουρώνω με. σάλιο ή βρεγμένα, λιγδωμένα χέριαизмуслить книгу λερώνω το βιβλίο.λερώνομαι με σάλιο, μουτζουρώνομαι. -
18 испакостить
-ощу, -остишь ρ.σ.μ. (απλ.)1. λερώνω, ρυπαίνω•испакостить пол λερώνω το πάτωμα,
2. μτφ. χαλνώ.λερώνομαι, ρυπαίνομαι. -
19 истоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•истоптать пол λερώνω το πάτωμα.
2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.
3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.φθείρομαι, χαλνώ. -
20 мусолить
ρ.δ.μ.1. (απλ.) σαλιώνω, φτύνω•-нитку σαλιώνω την κλωστή•
мусолить карандаш σαλιώνω το μολυβδοκόντυλο•
мусолить палец σαλιώνω το δάχτυλο.
|| λερώνω με τα σαλιωμένα δάχτυλα•-книгу λερώνω το βιβλίο (ξεφυλλίζοντας το).
2. μτφ. καθυστερώ, παρατραβώ, αναβάλλω•мусолить вопрос καθυστερώ ζήτημα.
λερώνομαι με σάλιο. || σαλιώνομαι.
См. также в других словарях:
λερώνω — λερώνω, λέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λερώνω — (Μ λερώνω) [λερός] ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν τό αγόρασα το βιβλίο και τό λέρωσα») νεοελλ. 1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο») 2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα τής… … Dictionary of Greek
λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] … Dictionary of Greek
κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] … Dictionary of Greek
λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… … Dictionary of Greek
ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… … Dictionary of Greek